- ομοιοκαταληξία
- rime
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὁμοιοκαταληξία — ὁμοιοκαταληξίᾱ , ὁμοιοκαταληξία similarity of termination fem nom/voc/acc dual ὁμοιοκαταληξίᾱ , ὁμοιοκαταληξία similarity of termination fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληξία — η η όμοια κατάληξη δύο ή περισσότερων στίχων, αλλ. ρίμα: Ομοιοκαταληξία σταυρωτή, πλεχτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοιοκαταληξίας — ὁμοιοκαταληξίᾱς , ὁμοιοκαταληξία similarity of termination fem acc pl ὁμοιοκαταληξίᾱς , ὁμοιοκαταληξία similarity of termination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκαταληξίαν — ὁμοιοκαταληξίᾱν , ὁμοιοκαταληξία similarity of termination fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατσιά — Είδος έμμετρης ποιητικής και μουσικής σύνθεσης. Το ποιητικό είδος της κ. εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Γαλλία τον 13ο αι., αλλά άνθησε ιδιαίτερα στην Ιταλία στα τέλη του 14ου και κατά τον 15o αι. με τα έργα των Τοσκανών ποιητών, ανάμεσα στους… … Dictionary of Greek
ρομανθέρο — (romancero). Έτσι έχουν ονομαστεί οι παλιές συλλογές των romances, ισπανικών επικολυρικών ποιημάτων σε οκτασύλλαβους με ομοιοκαταληξία στους ζυγούς στίχους. Οι πρώτες συλλογές romances χρονολογούνται από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 15ου αι. και … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
στιχουργική — Η επιστήμη που εξετάζει τον τρόπο της κατασκευής των στίχων, τους κανόνες δηλαδή σύμφωνα με τους οποίους γίνεται η σύνθεση των στίχων που απαρτίζουν ένα ποίημα. Οι κανόνες αυτοί αφορούν κυρίως τον αριθμό των συλλαβών, την τομή, την ομοιοκαταληξία … Dictionary of Greek
ανομοιοκατάληκτος — η, ο (AM ἀνομοιοκατάληκτος, ον) αυτός που δεν έχει την ίδια κατάληξη με άλλον, ανομοιοτέλευτος («στίχοι ανομοιοκατάληκτοι» στίχοι που δεν έχουν ομοιοκαταληξία) … Dictionary of Greek
επισυνέμπτωσις — ἐπισυνέμπτωσις, ή (Μ) η ομοιοκαταληξία τών λέξεων και η επαλληλία τών συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνέμπτωσις «σύμπτωση μέτρων, τύπων»] … Dictionary of Greek